- σιτικῆς
- σῑτικῆς , σιτικόςof wheatfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιτικός — ή, όν, Α [σῑτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίτο (α. «oἱ σιτικοὶ καρποί», Αριστοτ. β. «περὶ σιτικῆς ἐξαγωγῆς», Πολ. γ. «σιτικαὶ πρόσοδοι», επιγρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σιτικόν ο σίτος. επίρρ... σιτικῶς Α όπως ο σίτος, με τον τρόπο που … Dictionary of Greek